- χαλκόκοτα
- η, Νζωολ. κοινή ονομασία τού ευρέως διαδεδομένου παρυδάτιου πτηνού ίβις, που απαντά στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες τής Ευρώπης, στην Ασία, στην Αφρική, στη Βόρεια Αμερική και στην Καραϊβική.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + κότα].
Dictionary of Greek. 2013.